Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κέρσορας οι κέρσορες
      γενική του κέρσορα των κερσόρων
    αιτιατική τον κέρσορα τους κέρσορες
     κλητική κέρσορα κέρσορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κέρσορας < αγγλική cursor

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κέρσορας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία