noueux
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | noueux | noueuxs |
θηλυκό | noueuxe | noueuxes |
noueux (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | noueux | noueuxs |
θηλυκό | noueuxe | noueuxes |
noueux (fr)