négoce
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
négoce | négoces |
négoce (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) η δουλειά, η υπόθεση
- (παρωχημένο) το εμπόριο
- αγοραπωλησία αγαθών στη διεθνή αγορά