Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

négociable < négocier

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ne.ɡɔ.sjabl/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
négociable négociables

négociable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη négoce