mock
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | mock |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mocks |
αόριστος | mocked |
παθητική μετοχή | mocked |
ενεργητική μετοχή | mocking |
Ρήμα επεξεργασία
mock (en)
Επίθετο επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
- αντικείμενο χλευασμού, περίγελως
- απομίμηση, μαϊμού