Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιφρονώ < αρχαία ελληνική περιφρονέω / περιφρονῶ < περί + φρονέω / φρονῶ

  Ρήμα επεξεργασία

περιφρονώ

  1. αισθάνομαι ή/και δείχνω περιφρόνηση για κάτι ή κάποιον που αποδοκιμάζω ηθικά
  2. αισθάνομαι ή/και δείχνω περιφρόνηση για κάτι ή κάποιον που θεωρώ κατώτερό μου· αγνοώ, σνομπάρω
  3. δείχνω περιφρόνηση για όρους, νόμους, ρυθμίσεις, συμφωνίες· αγνοώ· αψηφώ

Κλίση επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • Απαντά και λαϊκός τύπος προστακτικής ενεστώτα: περιφρόνα

  Μεταφράσεις επεξεργασία