malus
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
malus (fr) αρσενικό άκλιτο
- (Γαλλία) αύξηση των ασφάλιστρων αυτοκινήτου ανάλογα με τον αριθμό ατυχημάτων για τα οποία ευθύνεται ο οδηγός
Αντώνυμα επεξεργασία
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- malus < αρχαία ελληνική μᾶλον / μῆλον
Ουσιαστικό 1 επεξεργασία
malus (la) θηλυκό
Σύνθετα επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malus | malī |
γενική | malī | malōrum |
δοτική | malō | malīs |
αιτιατική | malum | malōs |
κλητική | male | malī |
αφαιρετική | malō | malīs |
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- malus < αρχαία ελληνικά μακρός
Ουσιαστικό 2 επεξεργασία
malus (la) αρσενικό
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malus | malī |
γενική | malī | malōrum |
δοτική | malō | malīs |
αιτιατική | malum | malōs |
κλητική | male | malī |
αφαιρετική | malō | malīs |
Ετυμολογία 3 επεξεργασία
- malus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mel-, συγγενές: (αρχαία ελληνική) μέλας
Επίθετο επεξεργασία
malus, -a, -um
- κακός
- κακοήθης
- φαύλος
- πονηρός
- ανάξιος
- δύσμορφος
- δυστυχής
- ολέθριος
- άκαρπος
- απαίσιος
- ψευδής
- κακότροπος
Αντώνυμα επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | malus | mala | malum | malī | malae | mala |
γενική | malī | malae | malī | malōrum | malārum | malōrum |
δοτική | malō | malae | malō | malīs | malīs | malīs |
αιτιατική | malum | malam | malum | malōs | malās | mala |
κλητική | male | mala | malum | malī | malae | mala |
αφαιρετική | malō | malā | malō | malīs | malīs | malīs |
malus-a-um |
peior-peior-peius |
pessimus-a-um
|
Πηγές επεξεργασία
- malus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.