Δείτε επίσης: φαῦλος, φαῦνος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαύλος η φαύλα το φαύλο
      γενική του φαύλου της φαύλας του φαύλου
    αιτιατική τον φαύλο τη φαύλα το φαύλο
     κλητική φαύλε φαύλα φαύλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαύλοι οι φαύλες τα φαύλα
      γενική των φαύλων των φαύλων των φαύλων
    αιτιατική τους φαύλους τις φαύλες τα φαύλα
     κλητική φαύλοι φαύλες φαύλα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαύλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φαῦλος[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peh₂w- (λίγος, μικρός)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfa.vlos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ˈfa.vli/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ˈfa.vlo/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

φαύλος, -η, -ο

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία