Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
make makes

make (en)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας make
γ΄ ενικό ενεστώτα makes
αόριστος made
παθητική μετοχή made
ενεργητική μετοχή making
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

make (en)

  1. (μεταβατικό) κάνω, φτιάχνω ή ετοιμάζω κάτι βάζοντας υλικά ή μέρη μαζί· γίνομαι
    God made the world/man.
    Ο Θεός έκανε τον κόσμο/τον άνθρωπο.
    I make furniture out of wood/metal.
    Κάνω έπιπλα από ξύλο/μέταλλο.
    I am making wine from grapes/apples.
    Κάνω κρασί από σταφύλια/μήλα.
    Our company has been making ouzo since 1900.
    Η εταιρεία μας κάνει ούζο από το 1900.
    I am making food/bread.
    Κάνω φαγητό/ψωμί.
    -“What’ll you make today?” -“I’ll make a roast.
    -«Τι θα κάνεις σήμερα;» -«Θα κάνω ψητό.»
    I will make a braised-meat in tomato sauce.
    Το κρέας θα το κάνω κοκκινιστό.
    Mum made a cake for my birthday.
    Η μαμά έφτιαξε γλυκό για τα γενέθλιά μου.
    We made bottles out of glass.
    Φτιάχναμε μπουκάλια από γυαλί.
    made from cream, powder milk, and artificial flavors - φτιαγμένο από κρέμα, γάλα σκηνής και τεχνίτη γεύση
    a limousine with windows made of shatterproof glass - λιμουζίνα με παράθυρα από άθραυστο γυαλί
    Wine is made from grapes.
    Το κρασί γίνεται από σταφύλια.
    The tables are made of wood.
    Τα τραπέζια γίνονται από ξύλο.
  2. κάνω, βγάζω, γράφω, δημιουργώ ή ετοιμάζω κάτι
    I am making the skirt shorter.
    Τη φούστα θα την κάνω πιο κοντή.
    I’m making a law.
    Κάνω ένα νόμο.
    I am making a speech.
    Βγάζω λόγο.
  3. κάνω να εμφανιστεί κάτι ως αποτέλεσμα σπάσιμο, σκίσιμο, χτύπημα ή αφαίρεση υλικού
    I made a hole in the wall/a stain on the tablecloth.
    Έκανα μια τρύπα στον τοίχο/ένα λεκέ στο τραπεζομάντηλο.
  4. κάνω, προκαλώ κάτι να υπάρξει, να συμβεί ή να γίνει
    He made a fuss/a scene.
    Έκανε φασαρία/μια σκηνή.
    I am making an effort.
    Κάνω μια προσπάθεια.
    The earth makes fruit.
    Η γη κάνει καρπούς.
    The cherry tree didn’t make cherries this year.
    Η κερασιά δεν έκανε φέτος κεράσια.
    The cow makes milk.
    Η αγελάδα κάνει γάλα.
    They didn’t make any kids. (πιο συχνά όταν αναφερόμαστε σε παιδιά: They didn’t have any kids.)
    Δεν κάνουν παιδιά.
    He made/had two children with her.
    Της έκανε δύο παιδιά.
  5. κάνω, προκαλώ σε κάποιον ή κάτι να νιώσει, να δείξει ή να έχει μια συγκεκριμένη ιδιότητα· γίνομαι
    I made my objections clear.
    Έκανα ξεκάθαρες τις αντιρρήσεις μου.
    I make someone happy.
    Κάνω κάποιον ευτυχισμένο.
    He made my car new again. (=he repaired it very well)
    Το αυτοκίνητο (μου) το έκανε (σαν) καινούριο. (=το επισκεύασε πολύ καλά)
    Her absence made her family worry greatly.
    Η απουσία της προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στην οικογένειά της.
    Am I making myself clear?/Do I make myself clear?
    Γίνομαι σαφής;
  6. κάνω, προκαλώ κάποιον ή κάτι να κάνει κάτι
    This movie made me cry.
    Αυτή η ταινία με έκανε να κλάψω.
    That made me think.
    Αυτό με έκανε να σκεφτώ.
    I couldn’t make him laugh.
    Δεν μπόρεσα να τον κάνω να γελάσει.
  7. κάνω κάποιον ή κάτι να είναι ή να γίνει ένα συγκεκριμένο είδος πράγμα ή άτομο
    A single mistake doesn't make him a bad person.
    Ένα μόνο λάθος δεν τον κάνει κακό άνθρωπο.
    They want to make a doctor of their son.
    Θέλουν να κάνουν το γιο τους γιατρό.
  8. (μεταβατικό) φτιάχνω, στρώνω το κρεβάτι μου
    Make your bed!
    Φτιάξε/Στρώσε το κρεβάτι σου!
    → δείτε την έκφραση make the bed
  9. παίρνω απόφαση, σχολιάζω, μαντεύω
    We made important decisions.
    Πήραμε σημαντικές αποφάσεις.
    It’s in bad taste to make comments about her.
    Είναι απρέπεια να τη σχολιάζεις.
    Try to make a guess!
    Προσπάθησε να μαντέψεις!
  10. (μεταβατικό) αναγκάζω, εξαναγκάζω, κάνω κάποιον να κάνει κάτι με δυναμή
    I did not want to resign but they made me.
    Δεν ήθελα να παραιτηθώ αλλά με ανάγκασαν.
    What made him lie?
    Τι τον ανάγκασε να πει ψέματα;
    They made him go.
    Τον εξανάγκασαν να πάει.
    The earthquake made everyone run out in their pajamas.
    Ο σεισμός τους έκανε όλους τρέξουν έξω με τα νυχτικά τους.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη force
  11. κάνω, εκλέγω ή επιλέγω κάποιον ως κάτι
    The king made him an earl.
    Ο βασιλιάς τον έκανε κόμη.
  12. κάνει, ισούται
    five and five makes ten - πέντε και πέντε κάνουν δέκα
  13. (μεταβατικό) βγάζω, κερδίζω χρήματα
    I made some money by selling my new novel.
    Έβγαλα μερικά λεφτά πουλώντας το νέο μου μυθιστόρημα.
    I make enough to support myself.
    Βγάζω αρκετά για να συντηρούμαι.
    He made 5 bucks an hour working as a waiter
    Κέρδισε 5 δολάρια την ώρα δουλεύοντας σερβιτόρος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη earn
  14. (χωρίς παθητική φωνή) κάνω, φτάνω ή πηγαίνω σε ένα μέρος ή θέση
    We’ve made 200 kilometers since morning.
    Κάναμε 200 χιλιόμετρα από το πρωί.
  15. (μεταβατικό) μπαίνω για επιτυχημένη προσπάθεια σε αθλητικό αγώνα
    He made a goal/basket/two-pointer/three-pointer.
    Μπήκε γκολ/καλάθι/δίποντο/τρίποντο.
  16. κάνω, έχω συγκεκριμένη μορφή
    The plot makes a corner.
    Το οικόπεδο κάνει μια γωνία.
    The road makes a turn.
    Ο δρόμος κάνει στροφή.

Εκφράσεις επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία