earn
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | earn |
γ΄ ενικό ενεστώτα | earns |
αόριστος | earned |
παθητική μετοχή | earned |
ενεργητική μετοχή | earning |
Ρήμα επεξεργασία
earn (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κερδίζω, βγάζω, παίρνω χρήματα για τη δουλειά που κάνω
Πηγές επεξεργασία
- earn - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω
Αγγλοσαξονικά (ang) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
earn (ang)
- ο αετός
Δυτικά φριζικά (fy) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
earn (fy)
- ο αετός