Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /lum.pɛn.pʁɔ.le.ta.ʁja/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
lumpenprolétariat lumpenprolétariats

lumpenprolétariat (fr) αρσενικό