προλεταριάτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προλεταριάτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική proletariato < γαλλική prolétariat [1] < λατινική proletarius < proles (απόγονος)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.le.ta.ɾiˈa.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐λε‐τα‐ρι‐ά‐το
Ουσιαστικό επεξεργασία
προλεταριάτο ουδέτερο
- (σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία) η τάξη των προλεταρίων, των μισθωτών εργατών, αυτών που ζουν μόνο από το μεροκάματό τους και δεν κατέχουν μέσα παραγωγής
- (στην αρχαία Ρώμη) η κατώτερη οικονομική τάξη, η τάξη των προλεταρίων, αυτών που δεν φορολογούνταν, διότι δεν είχαν εισοδήματα, και υπηρετούσαν την πατρίδα μέσω των απογόνων τους
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη προλετάριος
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προλεταριάτο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ προλεταριάτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας