Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λούμπεν < (άμεσο δάνειο) γερμανική Lumpen (: κουρέλι) < μέση άνω γερμανική lumpe < πρωτογερμανική *limpaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)lemb- / *(s)lembʰ-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈlu.ben/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λού‐μπεν

  Επίθετο επεξεργασία

λούμπεν άκλιτο

  1. (παρωχημένο) που έχει χάσει τα προνόμια της τάξης στην οποία ανήκει
  2. που χαρακτηρίζει τα άτομα που ανήκουν στο λούμπεν προλεταριάτο
     συνώνυμα: περιθωριοποιημένος, εξαθλιωμένος

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία