latency
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈleɪ.tən.si/
Ουσιαστικό επεξεργασία
- χρονοκαθυστέρηση, αδράνεια
- καθυστέρηση δράσης ή εφαρμογής
- αδράνεια αντίδρασης, αδράνεια απόκρισης, αδράνεια ανταπόκρισης
- καθυστέρηση δράσης ή εφαρμογής
- υστέρηση
- καθυστέρηση
- (ιατρική) ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ ενός ερεθίσματος και της αντίδρασης σε αυτό από έναν ζωντανό οργανισμό
- (ηλεκτρονική) λανθάνων χρόνος [1], λανθάνουσα καθυστέρηση [1], καθυστέρηση απόκρισης
- (πληροφορική) λανθάνων χρόνος
- ※ SSDs are faster than hard disks because there is zero latency (no read/write head to move). [2]
- «Τα SSDs είναι ταχύτερα των σκληρών δίσκων γιατί έχουν μηδενικό λανθάνοντα χρόνο (δεν υπάρχουν κεφαλές ανάγνωσης/γραφής που χρειάζεται να κινηθούν»
- ※ SSDs are faster than hard disks because there is zero latency (no read/write head to move). [2]
Δείτε επίσης επεξεργασία
- latency στην αγγλική Βικιπαίδεια