Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
delay delays

delay (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η καθυστέρηση, η επιβράδυνση, μια χρονική περίοδος που κάποιος ή κάτι πρέπει να περιμένει εξαιτίας ενός προβλήματος που κάνει κάτι αργό ή καθυστερημένο
    Due to a breakdown, we took off after a short delay.
    Λόγω βλάβης απογειωθήκαμε με μικρή καθυστέρηση.
    There has been a notable delay in the departure of the train.
    Σημειώθηκε κάποια επιβράδυνση στην αναχώρηση του τρένου.
  2. (μη μετρήσιμο) η αναβολή, η χρονοτριβή, αποτυχία να κάνω κάτι γρήγορα ή τη σωστή στιγμή· η ενέργεια του να αναβάλλω
    delay of payment - αναβολή πληρωμής
    without further delay - χωρίς άλλη χρονοτριβή

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας delay
γ΄ ενικό ενεστώτα delays
αόριστος delayed
παθητική μετοχή delayed
ενεργητική μετοχή delaying

delay (en)

  1. (μεταβατικό) καθυστερώ, κάνω κάποιον ή κάτι αργά ή τον αναγκάζω να κάνει κάτι πιο αργά
    The airplane was delayed an hour.
    Το αεροπλάνο καθυστέρησε μια ώρα.
    The traffic delayed us.
    Μας καθυστέρησε η κυκλοφορία.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) καθυστερώ, αναβάλλω, δεν κάνω κάτι μέχρι αργότερα ή κάνω κάτι να συμβεί αργότερα
    I will delay my departure for a few days.
    Θα καθυστερήσω την αναχώρησή μου για μερικές ημέρες.
    We must delay the sale until we find the money.
    Πρέπει να καθυστερήσουμε την πώληση ώσπου να βρούμε χρήματα.
    I must delay going abroad.
    Πρέπει να αναβάλλω τον πηγαιμό μου στο εξωτερικό.

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία