kiwi
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
kiwi (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kiwi < (άμεσο δάνειο) αγγλική kiwi < νεοζηλανδικής καταγωγής
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
kiwi | kiwis |
kiwi (fr) αρσενικό