απτέρυξ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απτέρυξ < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική aptéryx < ἀ- + αρχαία ελληνική πτέρυξ
Ουσιαστικό επεξεργασία
απτέρυξ αρσενικό
- (πτηνό) πουλί που ενδυμεί στη Νέα Ζηλανδία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη φτερό