inexorable
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
inexorable (en)
- ανένδοτος, αμείλικτος
- αναπόφευκτος
- αμετακίνητος στις απόψεις του, δογματικός
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
inexorable | inexorables |
Επίθετο επεξεργασία
inexorable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- «Cochon! Cochon! Cochon!» leur inexorable voix continuait