implicit
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- implicit < μέση γαλλική implicite < λατινική implicitus < implico
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
- αυτονόητος
- ανεπιφύλακτος
- υπόρρητος
- σιωπηρός, που υπονοείται
- εμφανούς αποτελέσματος αλλά κρυφής διεργασίας πριν αυτό εμφανιστεί (πχ. ατομικές τροχιακές κβαντικές μεταβάσεις ηλεκτρονίων πριν την εκπομπή φωτονίου)
Αντώνυμα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- implicit - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 791. ISBN 9780194325684., λήμμα: σιωπηρός