Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
implicite implicites

  Επίθετο επεξεργασία

implicite (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που εξυπακούεται
  2. υπόρρητος