Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

guarded (en)

  1. φυλασσόμενος, φρουρούμενος, επιτηρούμενος για να μην το σκάσει, να μην αποδράσει, που κάποιος τον προσέχει
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη safe
  2. συγκρατημένος, επιφυλακτικός, που προσέχει τα λόγια του

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

guarded (en)

  • αόριστος και μετοχή αορίστου του ρήματος guard