αποδρώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποδρώ < ελληνιστικό ἀποδρῶ < αρχ. ελλ. ἀποδιδράσκω
Ρήμα επεξεργασία
αποδρώ
- αποδιδράσκω, δραπετεύω, το σκάω από κάπου
- Η δουλειά του κατάδικου είναι να σκέφτεται πώς θα αποδράσει
- (μεταφορικά) ξεσκάω, φεύγω για να ψυχαγωγηθώ
- Θα αποδράσω σε κανένα νησάκι για το διήμερο