Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

gaudriole < από το παλαιό ρήμα gaudir (χαίρομαι), κατά το cabriole (χοροπήδημα)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɡo.dʁi.jɔl/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
gaudriole gaudrioles

gaudriole (fr) θηλυκό

  1. (συνήθως στον πληθυντικό) πονηρό ανέκδοτο, αστείο που ξεπερνά ελαφρά τα όρια που θέτει η κοινωνία
     συνώνυμα: gauloiserie, grivoiserie
  2. ερωτική σχέση
     συνώνυμα: bagatelle, débauche