fléchisseur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- fléchisseur < fléchir
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fléchisseur | fléchisseurs |
θηλυκό | fléchisseuse | fléchisseuses |
fléchisseur (fr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fléchisseur | fléchisseurs |
fléchisseur (fr) αρσενικό
- ο καμπτήρας μυς