Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
fléchissement fléchissements

  Ουσιαστικό επεξεργασία

fléchissement (fr) αρσενικό

  1. η κάμψη
  2. (μεταφορικά) η υποχώρηση, η ελάττωση

Συγγενικά επεξεργασία