fléchissement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fléchissement | fléchissements |
Ουσιαστικό επεξεργασία
fléchissement (fr) αρσενικό
- η κάμψη
- (μεταφορικά) η υποχώρηση, η ελάττωση
ενικός | πληθυντικός |
fléchissement | fléchissements |
fléchissement (fr) αρσενικό