faklingvaĵo
(Ανακατεύθυνση από faklingvajxo)
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | faklingvaĵo | faklingvaĵoj |
αιτιατική | faklingvaĵon | faklingvaĵojn |
faklingvaĵo (eo)
- γλώσσα μιας ειδικότητας, λεξιλόγιο μιας επιστήμης
Άλλες γραφές επεξεργασία
- faklingvajho στο H-sistemo
- faklingvajxo στο X-sistemo