Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ειδικότητα οι ειδικότητες
      γενική της ειδικότητας των ειδικοτήτων
    αιτιατική την ειδικότητα τις ειδικότητες
     κλητική ειδικότητα ειδικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ειδικότητα < ειδικός + -ότητα < αρχαία ελληνική εἰδικός < εἶδος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wéydos < *weyd- (βλέπω) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική spécialité)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ðiˈko.ti.ta/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ειδικότητα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία