expatrié
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- expatrié < expatrier
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | expatrié | expatriés |
θηλυκό | expatriée | expatriées |
expatrié (fr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | expatrié | expatriés |
θηλυκό | expatriée | expatriées |
expatrié (fr)
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη expatrier