ensorceleur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ensorceleur | ensorceleurs |
θηλυκό | ensorceleuse | ensorceleuses |
ensorceleur (fr)
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ensorceleur | ensorceleurs |
θηλυκό | ensorceleuse | ensorceleuses |
ensorceleur (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ensorceler