Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μάγος οι μάγοι
      γενική του μάγου των μάγων
    αιτιατική τον μάγο τους μάγους
     κλητική μάγε μάγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μάγος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μάγος < αρχαία ελληνική Μάγος < αρχαία περσική (πβ. maγu-) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *meh₂gʰ- ‎(ικανός, δυνατός, βοηθητικός, μάγος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μάγος αρσενικό (θηλυκό: μάγισσα)

  1. αυτός που ασκεί τη μαγεία, που κάνει μάγια, που επικαλείται υπερφυσικές δυνάμεις ή εμφανίζεται να τις έχει
  2. αυτός που έχει εξαιρετικές ικανότητες σε έναν τομέα
    ο νεαρός μηχανικός γρήγορα αναδείχθηκε σε μάγο της πληροφορικής

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία