empoté
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- empoté < en- + παλαιά γαλλική pot (= χοντρός, μουδιασμένος)
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | empoté | empotés |
θηλυκό | empotée | empotées |
empoté (fr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | empoté | empotés |
θηλυκό | empotée | empotées |
empoté (fr)
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- empoter (με τελείως διαφορετική έννοια!)