diversification
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
diversification (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- diversification < diversifier
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
diversification | diversifications |
diversification (fr) θηλυκό