disallow
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | disallow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | disallows |
αόριστος | disallowed |
παθητική μετοχή | disallowed |
ενεργητική μετοχή | disallowing |
disallow (en)
ενεστώτας | disallow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | disallows |
αόριστος | disallowed |
παθητική μετοχή | disallowed |
ενεργητική μετοχή | disallowing |
disallow (en)