allow
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | allow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | allows |
αόριστος | allowed |
παθητική μετοχή | allowed |
ενεργητική μετοχή | allowing |
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
allow (en)
ενεστώτας | allow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | allows |
αόριστος | allowed |
παθητική μετοχή | allowed |
ενεργητική μετοχή | allowing |
allow (en)