détraqué
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- détraqué < détraquer
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | détraqué | détraqués |
θηλυκό | détraquée | détraquées |
détraqué (fr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | détraqué | détraqués |
θηλυκό | détraquée | détraquées |
détraqué (fr)
- ο διεστραμμένος, ο παλαβός
- ≈ συνώνυμα: désaxé, déséquilibré, fou