Γαλλικά (fr) επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό dérobé dérobés
θηλυκό dérobée dérobées

  Επίθετο επεξεργασία

dérobé (fr)

  1. κρυφός, μυστικός
    escalier dérobé - κρυφή σκάλα

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη dérober