Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυστικός η μυστική το μυστικό
      γενική του μυστικού της μυστικής του μυστικού
    αιτιατική τον μυστικό τη μυστική το μυστικό
     κλητική μυστικέ μυστική μυστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυστικοί οι μυστικές τα μυστικά
      γενική των μυστικών των μυστικών των μυστικών
    αιτιατική τους μυστικούς τις μυστικές τα μυστικά
     κλητική μυστικοί μυστικές μυστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυστικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μυστικός (σχετικός με τα μυστήρια) < μύστης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μυ‐στι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

μυστικός, -ή, -ό

  1. που είναι κρυφός, που δεν θέλουμε να τον μάθει ο κόσμος
  2. → δείτε και ουσιαστικοποιημένο  μυστικός
  3. (θρησκεία) οπαδός της μυστικής θεολογίας

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μυστικός αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική μυστικός μυστική τὸ μυστικόν
      γενική τοῦ μυστικοῦ τῆς μυστικῆς τοῦ μυστικοῦ
      δοτική τῷ μυστικ τῇ μυστικ τῷ μυστικ
    αιτιατική τὸν μυστικόν τὴν μυστικήν τὸ μυστικόν
     κλητική ! μυστικέ μυστική μυστικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ μυστικοί αἱ μυστικαί τὰ μυστικᾰ́
      γενική τῶν μυστικῶν τῶν μυστικῶν τῶν μυστικῶν
      δοτική τοῖς μυστικοῖς ταῖς μυστικαῖς τοῖς μυστικοῖς
    αιτιατική τοὺς μυστικούς τὰς μυστικᾱ́ς τὰ μυστικᾰ́
     κλητική ! μυστικοί μυστικαί μυστικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μυστικώ τὼ μυστικᾱ́ τὼ μυστικώ
      γεν-δοτ τοῖν μυστικοῖν τοῖν μυστικαῖν τοῖν μυστικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία