clairvoyance
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- clairvoyance < clairvoyant
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
clairvoyance | clairvoyances |
clairvoyance (fr) θηλυκό
- η οξυδέρκεια, η διορατικότητα
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
- acuité
- compréhension
- discernement
- finesse
- flair
- lucidité
- pénétration
- perspicacité
- sagacité
- subtilité