sagacité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sagacité < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sagacité | sagacités |
sagacité (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
sagacité | sagacités |
sagacité (fr) θηλυκό