pénétration
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pénétration < λατινική penetratio
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.ne.tʁa.sjɔ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pénétration | pénétrations |
pénétration (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
pénétration | pénétrations |
pénétration (fr) θηλυκό