chamarré
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- chamarré < → δείτε τη λέξη chamarrer
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chamarré | chamarrés |
θηλυκό | chamarrée | chamarrées |
chamarré (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chamarré | chamarrés |
θηλυκό | chamarrée | chamarrées |
chamarré (fr)