bariolé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- bariolé < → δείτε τη λέξη barioler
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bariolé | bariolés |
θηλυκό | bariolée | bariolées |
bariolé (fr)
Συνώνυμα επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
bariolé (fr)
- → δείτε τη λέξη barioler