Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
caisserie caisseries

  Ουσιαστικό επεξεργασία

caisserie (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη caisse