Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
bouchon bouchons

bouchon (fr) αρσενικό

  1. το καπάκι, το πώμα μιας φιάλης, η τάπα
    → δείτε τις λέξεις capuchon και couvercle
  2. (οικείο) το μποτιλιάρισμα