μποτιλιάρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μποτιλιάρισμα < μποτιλιάρω + -μα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική embouteillage)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μποτιλιάρισμα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) (σπάνιο) η εμφιάλωση
- (μεταφορικά) συσσώρευση οχημάτων τέτοια, που σταματά ή επιβραδύνει υπερβολικά την κυκλοφορία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μποτίλια
Μεταφράσεις επεξεργασία
συσσώρευση οχημάτων
εμφιάλωση
→ δείτε τη λέξη εμφιάλωση |