beurré
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | beurré | beurrés |
θηλυκό | beurrée | beurrées |
beurré (fr)
Συνώνυμα επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- beurré < beurrer
Μετοχή επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | beurré | beurrés |
θηλυκό | beurrée | beurrées |
beurré (fr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
beurré | beurrés |
beurré (fr) αρσενικό
- είδος αλκοολούχου ποτού