Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bœ.ʁe/

  Ετυμολογία επεξεργασία

beurré, παραλλαγή του bourré

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό beurré beurrés
θηλυκό beurrée beurrées

beurré (fr)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

beurré < beurrer

  Μετοχή επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό beurré beurrés
θηλυκό beurrée beurrées

beurré (fr)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
beurré beurrés

beurré (fr) αρσενικό