berceuse
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- berceuse <(άμεσο δάνειο) γαλλική berceuse
Ουσιαστικό επεξεργασία
berceuse (en)
- νανούρισμα (τραγούδι)
Συνώνυμα επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
berceuse | berceuses |
berceuse (fr) θηλυκό
- (μουσική) το τραγούδι για το νανούρισμα
- (κατ’ επέκταση) το κομμάτι μουσικής του οποίου ο ρυθμός θυμίζει ένα νανούρισμα
- η κουνιστή καρέκλα