berceur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- berceur < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | berceur | berceurs |
θηλυκό | berceuse | berceuses |
berceur (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | berceur | berceurs |
θηλυκό | berceuse | berceuses |
berceur (fr)