νανούρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /naˈnu.ɾi.zma/
Ουσιαστικό επεξεργασία
νανούρισμα ουδέτερο
- σιγανό και απαλό τραγούδι που τραγουδάμε (συνήθως σε ένα βρέφος ή μικρό παιδί) για να αποκοιμηθεί
- (κατ’ επέκταση) οποισδήποτε ρυθμικά επαναλαμβανόμενος ήχος μπορεί να μας κάνει να κοιμηθούμε
- το νανούρισμα του τρένου
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νανούρισμα
|