bailli
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- bailli < παλαιά γαλλική bail < λατινική bajulus
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bailli | baillis |
bailli (fr) αρσενικό
- δικαστικός κλητήρας ή επιμελητής στην υπηρεσία ενός βασιλιά ή ενός άρχοντα